- πρεσβύτιδας
- πρεσβύ̱τιδας , πρεσβῦτιςAër.fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέλειος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» 2. πελιδνός, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ.… … Dictionary of Greek
DIACONISSA — in Ecclesia celebris fuit, sub ipsis Apostolis, ut ex Rom. c. 16. v. 1. patet, ubi Phoeben commendat Paulus, οὔσαν διάκονον τῆς ενκλησίας τῆς εν κεγχρεαῖς. Has Graeci πρεσβυτίδας ἤτοι παρακαθημεν´ας etiam vacabant: Latini Presbyteras, Viduas,… … Hofmann J. Lexicon universale